σιμό

σιμό
bas?k burunlu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπάρσιμο — το, Ν 1. σπορά αγρού 2. σκόρπισμα, διασπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ τού σπείρω (πρβλ. σπαρ τός) + κατάλ. σιμο (πρβλ. πάρ σιμο, φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • πάρσιμο — το 1. το να παίρνει κανείς κάτι 2. η άλωση («το πάρσιμο τής Πόλης») 3. το να καταστεί μια επιφάνεια μικρότερη με κόψιμο («το πάρσιμο τού μανικιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παρ τής υποτακτικής αορ. πάρω τού παίρνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • σύρσιμο — και σούρσιμο, το, Ν 1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη 2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. σιμό (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φάσιμο — το, Ν (διαλ. τ.) ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / φαίνω + κατάλ. σιμο (πρβλ. φέρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φέρσιμο — το, Ν 1. μεταφορά 2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. σιμο (πρβλ. πάρ σιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ψάλσιμο — το, Ν 1. η ενέργεια τού ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους 2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο τού παπά») 3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ανθόπλεκτος — η, ο πλεγμένος με λουλούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + πλεκτός. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο καί υπουργό Οικονομικών Ευστάθιο Σίμο (1804 1878)] …   Dictionary of Greek

  • αποσιμώ — ἀποσιμῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι σιμό, πλακουτσό 2. (για πλοίο) κάνω κίνηση προς τα πλάγια …   Dictionary of Greek

  • εξευγένιση — η εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • επαισθητός — ή, ό(ν) 1. αυτός που γίνεται αισθητός, αντιληπτός με τις αισθήσεις 2. αξιοσημείωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστ. Α. Σίμο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”